υδρόμετρο — το 1. βιομηχανική συσκευή που μετρά το ύψος υγρού σε δεξαμενή. 2. όργανο που μετρά σε κυβικά μέτρα την παροχή νερού, υδρομετρητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
υδατόμετρο — το, Ν το υδρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μέτρο] … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδρομετρίδες — (Hydrometridae). Ετερόπτερα έντομα. Η οικογένεια αριθμεί αρκετά είδη μικρών υδρόβιων εντόμων με λεπτότατα πόδια. Το κυριότερο από τα έντομα αυτά είναι η υδρομέτρη ή υδρόμετρο (το). Τα υδρόμετρα μπορούν να γλιστρούν, να περπατούν και να πηδούν στο … Dictionary of Greek
υδρομετρητής — ο, Ν μετρητής τής ποσότητας νερού που καταναλώνεται σε μια κατοικία ή σε μια επιχείρηση, υδρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μετρητής] … Dictionary of Greek
υδατόμετρο — το το υδρόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρομετρητής — ο υδρόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)